Οι pointe του κομοδίνου
Είμαι αυτή που λερώνεται καθημερινά με κιμωλίες και χάνει πάντα τα στιλό της. Αυτή που ενώ δεν αγαπά αυτά τα ρούχα, τα φορά για χάρη των μικρών ανθρώπων που κάθονται από κάτω και περιμένουν να την ακούσουν να μιλά. Μπορεί να μην έγινα χορεύτρια αλλά είμαι αυτή και είμαι χαρούμενη γιατί έγινα κάτι. Γράφει, η Ανδριάνα Βούτου.
Συντάκτης: Ανδριάνα Βούτου, 15/01/2016, 17:14
Είμαι η Ανδριάνα και πάντα ήθελα να γίνω χορεύτρια. Με ενθουσίαζε ο ήχος της μουσικής που ταίριαζε απόλυτα με τα πόδια και τα χέρια μου καθώς χόρευα. Το φόρεμα μου που ανέμιζε σε κάθε στροφή μου έδινε την αίσθηση των φτερών. Και πετούσα. Μα τω Θεώ, πετούσα! Για λίγα δευτερόλεπτα, ίσα να κάνω μια στροφή με το κορμί μου, πετούσα.
Για φτερά είχα τα χέρια και για «βοηθητικές ρόδες» το φουρό μου. Πόσο θα ήθελα να γίνω χορεύτρια. Να χορεύω ολημερίς μέχρι να λιώσουν οι σόλες των παπουτσιών μου. Και τότε να μην τα παρατώ. Να χορεύω ξυπόλυτη στο ξύλινο πάτωμα που τρίζει. Στο μάρμαρο που παγώνει τα πέλματα μου. Στο χαλίκι που χτυπάει το δέρμα μου. Στην καλοκαιρινή άσφαλτο που με καίει ολάκερη.
Δεν τα κατάφερα ποτέ. Ξέρετε, να γίνω μια μικρή χορεύτρια. Αντ’ αυτού έγινα μια δεσποινιδούλα μέσα σε μανταμίστικα ρούχα που δεν διάλεξα εγώ. Έγινα αυτή που κάθεται πίσω από ένα παλιό γραφείο με τα μαύρα της γυαλιά. Αποπνέει έναν «ψευτοσεβασμό» που δε κερδίθηκε αλλά απαιτήθηκε και νιώθει να τη στενεύουν τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. Πάντα ήθελε να χορεύει ή να τρέχει με τα αθλητικά της ή με τις σαγιονάρες του καλοκαιριού που κόβονται τις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Είμαι αυτή που λερώνεται καθημερινά με κιμωλίες και χάνει πάντα τα στιλό της. Αυτή που ενώ δεν αγαπά αυτά τα ρούχα, τα φορά για χάρη των μικρών ανθρώπων που κάθονται από κάτω και περιμένουν να την ακούσουν να μιλά. Μπορεί να μην έγινα χορεύτρια αλλά είμαι αυτή και είμαι χαρούμενη γιατί έγινα κάτι. Μια μικρή δασκάλα που θα συνηθίσει κάποτε τον νέο της ρόλο και θα τον μεταλλάξει λίγο. Θα τον φέρει στα δικά της μέτρα και σταθμά.
Και ο χορός; Έμεινε ένα όνειρο ανεκπλήρωτο. Ένα όνειρο θερινής νυκτός. Έμεινε δίπλα στον κομοδίνο που αφήνω τα μαύρα μου μυωπικά γυαλιά. Εκεί που στέκονται οι pointe μου.
Για φτερά είχα τα χέρια και για «βοηθητικές ρόδες» το φουρό μου. Πόσο θα ήθελα να γίνω χορεύτρια. Να χορεύω ολημερίς μέχρι να λιώσουν οι σόλες των παπουτσιών μου. Και τότε να μην τα παρατώ. Να χορεύω ξυπόλυτη στο ξύλινο πάτωμα που τρίζει. Στο μάρμαρο που παγώνει τα πέλματα μου. Στο χαλίκι που χτυπάει το δέρμα μου. Στην καλοκαιρινή άσφαλτο που με καίει ολάκερη.
Δεν τα κατάφερα ποτέ. Ξέρετε, να γίνω μια μικρή χορεύτρια. Αντ’ αυτού έγινα μια δεσποινιδούλα μέσα σε μανταμίστικα ρούχα που δεν διάλεξα εγώ. Έγινα αυτή που κάθεται πίσω από ένα παλιό γραφείο με τα μαύρα της γυαλιά. Αποπνέει έναν «ψευτοσεβασμό» που δε κερδίθηκε αλλά απαιτήθηκε και νιώθει να τη στενεύουν τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. Πάντα ήθελε να χορεύει ή να τρέχει με τα αθλητικά της ή με τις σαγιονάρες του καλοκαιριού που κόβονται τις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Είμαι αυτή που λερώνεται καθημερινά με κιμωλίες και χάνει πάντα τα στιλό της. Αυτή που ενώ δεν αγαπά αυτά τα ρούχα, τα φορά για χάρη των μικρών ανθρώπων που κάθονται από κάτω και περιμένουν να την ακούσουν να μιλά. Μπορεί να μην έγινα χορεύτρια αλλά είμαι αυτή και είμαι χαρούμενη γιατί έγινα κάτι. Μια μικρή δασκάλα που θα συνηθίσει κάποτε τον νέο της ρόλο και θα τον μεταλλάξει λίγο. Θα τον φέρει στα δικά της μέτρα και σταθμά.
Και ο χορός; Έμεινε ένα όνειρο ανεκπλήρωτο. Ένα όνειρο θερινής νυκτός. Έμεινε δίπλα στον κομοδίνο που αφήνω τα μαύρα μου μυωπικά γυαλιά. Εκεί που στέκονται οι pointe μου.